- εναιμηεις
- ἐναιμήειςἐν-αιμήεις-ήεσσα -ῆεν напитавшийся кровью или окровавленный
(κέντρα μύωπος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κέντρα μύωπος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εναιμήεις — ἐναιμήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος με αίμα … Dictionary of Greek
ἐναιμήεντα — ἐναιμήεις neut nom/voc/acc pl ἐναιμήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)